-
1 προστέλλω
A sends him forth as a champion, A.Th. 415:—[voice] Pass., μακρὰν γὰρ ὡς γέροντι προὐστάλης ὁδόν hast travelled far.., S.OC20.II διὰ τὸ.. προστέλλειν τὰ γυμνὰ ἕκαστον.. τῇ τοῦ ἐν δεξιᾷ παρατεταγμένου ἀσπίδι protect, shield, Th.5.71, cf. D.C.40.23 (unless f.l. for προσστ-, = draw close to, in both).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προστέλλω
См. также в других словарях:
προστέλλω — Α [στέλλω] 1. καλύπτω, προστατεύω κάποιον («διὰ τό... προστέλλειν τὰ γυμνὰ ἕκαστον... τῇ τοῡ ἐν δεξιᾷ παρατεταγμένου ἀσπίδι», Δίων Κάσσ.) 2. μέσ. προστέλλομαι στέλνω κάποιον στην πρώτη γραμμή τού πολέμου για να πολεμήσει ως πρόμαχος («δίκη δ… … Dictionary of Greek